αυτοέντης

αυτοέντης
αὐτοέντης, ο (Α)
1. αυθέντης
2. αυτουργός, φονιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αφέντης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αὐτοέντης — a murderer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοένταις — αὐτοέντης a murderer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοέντην — αὐτοέντης a murderer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοέντου — αὐτοέντης a murderer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοέντας — αὐτοέντᾱς , αὐτοέντης a murderer masc acc pl αὐτοέντᾱς , αὐτοέντης a murderer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοεντία — αὐτοεντία, η (Α) [αυτοέντης] το να σκοτώσει κάποιος με τα ίδια του τα χέρια, φυσική αυτουργία …   Dictionary of Greek

  • αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”